- εἰκοσάκλινος
- εἰκοσά-κλῑνος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰκοσάκλινον — εἰκοσάκλινος masc/fem acc sg εἰκοσάκλινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσα- — και εικοσι (AM εἰκοσα και εἰκοσι ) α συνθετικό λέξεων (ιδίως επιθ.) που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό συνυπάρχει ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές (εικοσάκλινος, εικοσίπηχυς) … Dictionary of Greek