εἰκοσάκλινος

εἰκοσάκλινος
εἰκοσά-κλῑνος, ον,
A = εἰκοσίκλινος, D.S.1.49, Ath.12.548a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εἰκοσάκλινον — εἰκοσάκλινος masc/fem acc sg εἰκοσάκλινος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικοσα- — και εικοσι (AM εἰκοσα και εἰκοσι ) α συνθετικό λέξεων (ιδίως επιθ.) που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό συνυπάρχει ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές (εικοσάκλινος, εικοσίπηχυς) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”